νυκτερινοῦ

νυκτερινοῦ
νυκτερινός
by night
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαμώνας — ο αυτός που συχνάζει κάπου: Είναι τακτικός θαμώνας του νυκτερινού κέντρου. – Θαμώνες του καφενείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”